γνεστός

γνεστός
η , ό пряденый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γνεστός" в других словарях:

  • γνεστός — και γνεφτός, ή, ό [γνέθω] αυτός που έχει προέλθει από γνέσιμο, ο κλωσμένος …   Dictionary of Greek

  • γνεστός — ή, ό ο γνεσμένος, ο κλωσμένος: Κρατούσε ένα κουβάρι γνεστό μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνεστος — και άγνεθος, η, ο αυτός που δεν γνώστηκε, δεν μεταβλήθηκε σε νήμα, ο άκλωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γνεστός < γνέθω. Ο τύπος άγνεθος από τον ενεστώτα] …   Dictionary of Greek

  • γνεφτός — ή, ό βλ. γνεστός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»